- Βῆσσοι
- Βῆσσοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βήσσοι — βήσσοῑ , βήσσω cough pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βησσοί ή Βέσσοι — Αρχαίος πολεμικός λαός της Θράκης, που είχε κυρίως ληστρικές επιδόσεις. Η φυλή αυτή δεν υποτάχθηκε στον Ξέρξη, o οποίος όταν πέρασε από τη Θράκη υποχρέωσε όλες τις θρακικές φυλές να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του. Οι Β. διατηρούσαν μαντείο… … Dictionary of Greek
БЕССЫ — • Bessi, Βησσοί, фракийское племя, жившее вдоль всего хребта Гемона, в прежнее время очень могущественное, но впоследствии павшее. Hdt. 7, 111. Римляне подчинили их после покорения Македонии через М. Лициния Лукулла. Liv. 39, 53 … Реальный словарь классических древностей
Бессы — (лат. Bessi, греч. Βησσοί) одно из древних иллирийско фракийских племен Балканского полуострова. Бессы населяли горную местность вдоль хребта Гемон, на территории древней Македонии. Бессы контактировали с близкими им генетически мёзами … Википедия
βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… … Dictionary of Greek